πυροδότης

πυροδότης
ο, Ν
1. στρ. ράβδος με φιτίλι στο ένα της άκρο με την οποία μεταδιδόταν η φωτιά στο έκκαυμα τών παλαιότερων πυροβόλων
2. (κατ' επέκτ.) κάθε μέσο για το άναμμα ή για τη μετάδοση τής φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ* + δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο-δότης. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. πυροδόται, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυροδότης — ο ραβδί με φιτίλι στο άκρο για πυροδότηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναφλεκτήρας — ο [αναφλέγω] διάταξη που χρησιμοποιείται για να προκαλέσει ανάφλεξη, αναπτήρας, πυροδότης …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πυρευτής — ο, ΝΑ, και πυριευτής Α [πυρεύω] νεοελλ. ναυτ. ο πυροδότης αρχ. αυτός που ψαρεύει με πυρσούς, με πυροφάνια …   Dictionary of Greek

  • προσάναμμα — το, ατος ύλη που χρησιμεύει για το άναμμα της φωτιάς, έναυσμα (δαδί, φρύγανο κτλ.): Μα η άγια φωτιά, μια πόσβησε, δεν την ανάβει πια ανθρώπινο προσάναμμα ή πυροδότης (Γρυπάρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”